μαγειρικός

μαγειρικός
-ή, -ό (AM μαγειρικός, -ή, -όν) [μάγειρος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» — το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών)
2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική
η εμπειρία και η τέχνη παρασκευής φαγητών
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ.
1. η σειρά τών ενεργειών μηχανικού, φυσικού ή χημικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην επεξεργασία τών τροφίμων για την παρασκευή τών φαγητών τα οποία προορίζονται για τη διατροφή τού ανθρώπου ευφραίνοντας συγχρόνως τη γεύση του
2. βιβλίο που περιέχει συνταγές παρασκευής διαφόρων φαγητών
αρχ.
1. (για πρόσ.) έμπειρος στη μαγειρική, επιτήδειος στο μαγείρεμα («τοῡ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι μὴ μαγειρικοῡ ὄντος», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) το εμπόριο τού κρέατος
β) φόρος που κατέβαλλαν οι κρεοπώλες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαγειρικόν
α) το μαγειρείο
β) οι δαπάνες για την παρασκευή φαγητού από κρέας
γ) στον πληθ. τὰ μαγειρικά
η μαγειρική.
επίρρ...
μαγειρικῶς (Α)
με μαγειρικὸ τρόπο, με μαγειρική επιτηδειότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγειρικός — fit for a cook masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μάγειρα ή το μαγειρείο: Της έκανε δώρο ένα ακριβό μαγειρικό σκεύος. 2. το θηλ., μαγειρική η τέχνη της ετοιμασίας φαγητών: Βρήκα τη συνταγή σ’ έναν παλιό οδηγό μαγειρικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγειρικά — μαγειρικός fit for a cook neut nom/voc/acc pl μαγειρικά̱ , μαγειρικός fit for a cook fem nom/voc/acc dual μαγειρικά̱ , μαγειρικός fit for a cook fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικῶν — μαγειρικός fit for a cook fem gen pl μαγειρικός fit for a cook masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικόν — μαγειρικός fit for a cook masc acc sg μαγειρικός fit for a cook neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικαῖς — μαγειρικός fit for a cook fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικαί — μαγειρικός fit for a cook fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικοῖς — μαγειρικός fit for a cook masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικοί — μαγειρικός fit for a cook masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρικοῦ — μαγειρικός fit for a cook masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”